- εύκοπος
- εὔκοπος, -ον (Α)αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.).επίρρ...εὐκόπως (ΑΜ)το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ)εύκολα, με ευκολίατο συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόπος (< κόπτω). Η σημασία «βάσανο, κούραση» είναι αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική ενέργεια].
Dictionary of Greek. 2013.